- ἐκκλησιαστῇ
- ἐκκλησιαστήςmember of themasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκκλησιαστῆι — ἐκκλησιαστῇ , ἐκκλησιαστής member of the masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
Ελισαίος μπεν Γαβριήλ — (16oς αι.). Εβραίος κληρικός, προϊστάμενος συναγωγής και συγγραφέας διαφόρων ερμηνευτικών έργων. Είναι γνωστός και με το όνομα Γκαλίκο. Στα έργα του συγκαταλέγονται υπομνήματα στο βιβλίο της Εσθήρ, σχόλια στον Εκκλησιαστή και ερμηνεία στο Άσμα… … Dictionary of Greek
Ζήνος, Δημήτριος — (15ος αι.). Ποιητής. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και σπούδασε στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου συνδέθηκε με τους Άλδους. Μετέφρασε τη Βατραχομυομαχία σε απλή νεοελληνική και μάλιστα στη ζακυνθινή διάλεκτο. Έγραψε και το έμμετρο ιστορικό… … Dictionary of Greek
Σολομών — I (και κατά τους O’ Σαλωμών). Τρίτος βασιλιάς του Ισραήλ (περίπου 970 περίπου 932 π.Χ.). Η βασιλεία του, που διαδέχτηκε τη φιλοπόλεμη βασιλεία του πατέρα του Δαβίδ, υπήρξε ουσιαστικά ειρηνική. Ο Σ. ανέπτυξε το εμπόριο κατασκευάζοντας στόλο, που… … Dictionary of Greek